- καρόκερκος
- καρόκερκος, ὁ (Α)ονομασία αστερισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + -κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό-κερκος, πλατύ-κερκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek